- οκτάωρο
- Λέγεται και οχτάωρο. Χρονικό διάστημα 8 ωρών, συνοπτική συνήθως έκφραση της εργάσιμης ημέρας. Παλιό αίτημα της εργατικής τάξης (οχτώ ώρες εργασία, οχτώ ύπνος, οχτώ ανάπαυση), το ο. καθιερώθηκε έπειτα από μακροχρόνιους αγώνες με αποκορύφωση την απεργία των εργατών του Σικάγου την 1η Μαΐου του 1886 που βάφτηκε με αίμα. Η καθιέρωση του έγινε το 1919 από τη Διεθνή Διάσκεψη Εργασίας στην οποία αντιπροσωπεύτηκε και η Ελλάδα. Η σύμβαση κυρώθηκε το 1920 από τη χώρα μας και άρχισε να εφαρμόζεται σταδιακά από το 1924. Αργότερα, και κυρίως μετά τον τελευταίο πόλεμο (1939-1945), άρχισε η εφαρμογή και στη χώρα μας μικρότερης εργάσιμης μέρας, κυρίως σε κλάδους βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας.
Dictionary of Greek. 2013.